τσελεμπής

τσελεμπής
και τσελεπής, ο, Ν
1. τίτλος που δινόταν κατά τα πρώτα χρόνια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα παιδιά τού σουλτάνου και αργότερα στον ανώτερο αρχηγό τού δερβισικού τάγματος τών Μεβλεβήδων
2. μτφ. α) άρχοντας, αφέντης, αγάς
β) άνθρωπος ευπρεπής, καλοντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celebi «ευγενής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • τσελεμπίδικος — και τσελεπίδικος, η, ο, Ν αυτός που προσιδιάζει στον τσελεμπή, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσελεμπής / τσελεπής + κατάλ. ίδικος (πρβλ. μπελαλ ίδικος)] …   Dictionary of Greek

  • τσελεπής — ο, Ν βλ. τσελεμπής …   Dictionary of Greek

  • Δασκαλάκης — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών, που έδρασαν στην Επανάσταση του 1821, αλλά και στις Κρητικές επαναστάσεις του 1770, του 1841 και του 1866. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από τα Σφακιά και έδρασε ως οπλαρχηγός. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Σφακιά. Εγγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”