- τσελεμπής
- και τσελεπής, ο, Ν1. τίτλος που δινόταν κατά τα πρώτα χρόνια τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα παιδιά τού σουλτάνου και αργότερα στον ανώτερο αρχηγό τού δερβισικού τάγματος τών Μεβλεβήδων2. μτφ. α) άρχοντας, αφέντης, αγάςβ) άνθρωπος ευπρεπής, καλοντυμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celebi «ευγενής»].
Dictionary of Greek. 2013.